Συντάκτης: Σπύρος Δούκας

Η Josephine Decker εξελίσσεται σταδιακά σε μια από τις πλέον ισχυρές φωνές στο ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά. Μέσα από μια πειραματική διάθεση ανέπτυξε ένα δικό της προσωπικό σκηνοθετικό στυλ, που στηρίζεται σε έναν συνδυασμό κοντινών πλάνων, αεικίνητης κάμερας στο χέρι και φωτεινών χρωμάτων. Αυτό εφαρμόζει και στο τελευταίο της πόνημα, συνοδεύοντας το με ένα απροσδόκητα καλογραμμένο, και τελικά πανέξυπνο διασκευασμένο σενάριο από τη Sarah Gubbins με ποικίλες λογοτεχνικές και κινηματογραφικές καταβολές.

Βαμπιρισμός, οικογένεια, σχέσεις εξουσίας και καλλιτεχνική δημιουργία συμπλέκονται και διαπλέκονται σε μια εκτροχιασμένη, γκροτέσκα αφήγηση που μπλέκει το πραγματικό με το φανταστικό, το λογικό με το παράλογο, την κυριολεξία με τη μεταφορά. Οι αντιθέσεις πολλές, τα κίνητρα των χαρακτήρων κρυφά και η δημιουργική φαντασία αστείρευτη σε ένα έργο που ξεκινάς να παρακολουθείς με απλό ενδιαφέρον, στην πορεία σε τρώει η περιέργεια για το πού θα πάει, και η κατάληξη σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα.

Προσωπικά πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είμαι μεγάλος φαν του ύφους της Decker, μιας που θεωρώ ότι έχει μια δόση επιτήδευσης. Η επιμονή της σε αυτό μοιάζει με καλλιτεχνική μανιέρα, που βγαίνει στην προσπάθειά της να διαφοροποιηθεί και να δείξει χαρακτήρα. Κι όμως, αυτό το ύφος δίνει στο συγκεκριμένο φιλμ μια ψευδαίσθηση χειροποίητου και έναν αλλοπρόσαλλο αέρα που παραπέμπει στην παράνοια, συμπλέοντας άριστα με το σενάριο, και τη βγάζει πανηγυρικά ασπροπρόσωπη. Το ίδιο κάνει και η επιλογή της εκπληκτικής Elizabeth Moss σε έναν ρόλο ιδιαίτερο, απαιτητικό και έξοχα μελετημένο.

Η όλη ιδέα μού έφερε κάπως στο μυαλό και το Μητέρα! του Aronofsky, σε μια πολύ λιγότερο φορτωμένη και πιο απελευθερωμένη καλλιτεχνικά εκδοχή. Αν η Decker καταφέρει να δαμάσει λίγο την ανεξέλεγκτη σκηνοθετική ορμή της, είναι ικανή για μεγάλα πράγματα.

Βαθμολογία:


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *