
Οι συντάκτες του Filmy ξαναζούν τα 2010’s
Συντάκτης: Σταύρος Γανωτής
Για να γιορτάσουμε το κλείσιμο μιας δεκαετίας που όλοι μας ζήσαμε μπροστά από κινηματογραφικές οθόνες, σκεφτήκαμε έναν τρόπο ανάλυσης της κάπως διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Προσωπικά παίζω τον ρόλο του συνεντευξιαστή, με τον κεντρικό μας επιτελείο να καλείται να απαντήσει σε ερωτήσεις που θεωρούμε ότι “ακτινογραφούν” τα 2010’s. Ας δούμε λοιπόν… τις απαντήσεις μας!
Νομίζω ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη δεκαετία, είναι η ολοένα κι αυξανόμενη μετατόπιση της κινηματογραφικής ταινίας από τη μεγάλη στην «όχι και τόσο μικρή πλέον» οθόνη, είτε αυτό ονομάζεται VOD, είτε Blu-Ray, είτε… «κατεβάσματα». Είναι κάτι που πιστεύεις ότι μειώνει τη δυναμική της έβδομης τέχνης, ή απλά μια λογική εξέλιξη πραγμάτων που πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί της;
Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur: Καταρχάς, θα ξεκαθαρίσω κάτι για τη δική μου προσωπική σχέση με τον κινηματογράφο: η γνωριμία μου με αυτόν έγινε μέσω βιντεοκασετών. Αν, ως παιδί, εντοπίζω την αγάπη μου για τον κινηματογράφο σε φαντασμαγορικές, επικές σινε-εμπειρίες όπως ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, ποτέ δεν είδα αυτές τις ταινίες στο κινηματογραφικό πανί, παρά στις μικρές τηλεοπτικές οθόνες των early 2000’s. Αυτό που θέλω να πω (το οποίο ίσως δεν ευχαριστήσει τον David Lynch) είναι ότι η δύναμη μιας καλής ταινίας δεν καθορίζεται από το μέγεθος της προβαλλόμενης εικόνας. Μια καλή ταινία είναι μια καλή ταινία, ασχέτως που το σκοτεινό κινηματογραφικό περιβάλλον μπορεί να κάνει εντονότερη τη θέαση. Κι όμως, με αυτό δεν υπονοώ πως η κινηματογραφική αίθουσα είναι περιττή. Κάθε άλλο. Απλώς ότι η αξία της δεν βρίσκεται στο «έτσι πρέπει να παρακολουθούνται οι ταινίες». Όπως και πριν το VOD και τα torrents βλέπαμε κι απολαμβάναμε ταινίες στα σαλόνια μας, έτσι συμβαίνει και τώρα, μόνο που πλέον οι σπιτικές μας οθόνες έχουν… μεγαλώσει! Ναι, κι εγώ θα πω «ιεροσυλία» το να δει κανείς μια ταινία στο κινητό του. Όμως, δεν θα θεωρήσω καθήκον κανενός να πληρώνει κάθε φορά τα για πολλούς τσουχτερά 7€ για να βλέπει τις ταινίες «όπως πρέπει». Ποια όμως είναι εντέλει η αξία της κινηματογραφικής αίθουσας; Μετά από όλα αυτά, της αξίζει τελικά να επιβιώσει; Ε, λοιπόν ναι. Η αίθουσα δεν είναι ο «τρόπος που βλέπονται οι ταινίες», είναι η πλαισίωση της κάθε θέασης με ένα συλλογικό τελετουργικό. Είναι η βραδινή έξοδος, το σκοτάδι που αντικαθιστά για ένα δίωρο τις έγνοιες του έξω κόσμου, είναι η κινηματογραφική θέαση ως συλλογική εμπειρία, η άρρητη επικοινωνία των θεατών όταν τρομάζουν ή γελούν όλοι μαζί, η συζήτηση κατά την έξοδο μετά τους τίτλους τέλους, ακόμα και το φλερτ στα μουλωχτά. Η επίσκεψη στον κινηματογράφο είναι κάτι παραπάνω από τη θέαση μιας ταινίας -είναι μια βαθύτερη τελετουργία, η ανάγκη της οποίας θα υπάρχει ασχέτως του πόσο αυξανόμενα προσιτές θα -συνεχίσουν να- γίνονται οι ταινίες για το κοινό του Netflix, του Disney+ και του… piratebay.
Περάσαμε μια δεκαετία παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά τα μεγάλα στούντιο, με κύρια αιχμή την Disney, φαίνεται να βρήκαν την απάντηση στα μεγάλα franchise. Μήπως όμως ο κινηματογράφος κινδυνεύει περισσότερο από ποτέ από αυτά τα μονοπώλια, που πλέον δεν είναι μονάχα οι μεγάλες φίρμες εταιριών, αλλά και ατέλειωτες σειρές ταινιών;
Πάρις Μνηματίδης: Είναι εύλογο να «σφίγγεται» κανείς βλέποντας τα στούντιο-μεγαθήρια να ασκούν έναν όλο και πιο ασφυκτικό έλεγχο επάνω σε ό,τι παράγεται που απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, όμως εντέλει ούτε αυτό είναι κάτι καινούριο (στα 1920 ουσιαστικά οκτώ στούντιο, πέντε μεγαλύτερα και τρία μικρότερα, έλεγχαν ό,τι έβγαινε από το Χόλιγουντ), ούτε τα franchises χωρίς τελειωμό (αρκεί να θυμηθεί κανείς από πολύ παλιά τις ταινίες με τον Ταρζάν, τον οποίο υποδυόταν ο Johnny Weissmuller ή τις περιπέτειες του Charlie Chan). Είναι αλήθεια πως οι αυξημένες απαιτήσεις για μεγαλύτερα κέρδη από τις συγκεκριμένες εταιρείες, με ναυαρχίδα την Disney, οδηγούν όλο και πιο μαζικά σε ταινίες-προϊόντα που διαμορφώνουν ένα ομογενοποιημένο γούστο και κριτήριο στον πολύ κόσμο, όμως λόγω διάδοσης του ίντερνετ κι επιμονής κάποιων ονομάτων στο ανεξάρτητο κύκλωμα (π.χ. A24), θα στραφεί η προσοχή και σε πιο ξεχωριστές προτάσεις. Ουσιαστικά, η σημερινή κατάσταση είναι τα απόνερα του τέλους του Νέου Χόλιγουντ και της πρωτοκαθεδρίας του δημιουργού στις αρχές του 1980. Όλη αυτή η υπερσυσσώρευση εξουσιών σε συγκεκριμένα brand-names κάποια στιγμή θα κλείσει τον κύκλο της και κάτι νέο θα εμφανιστεί. Ίσως όταν το πολιτικό στάτους κβο φτάσει σε ένα σημείο που θα βάλει τις μάζες να επαναπροσδιορίσουν το τι ζητάνε από μια ταινία, και το ενδιαφέρον μετατοπιστεί από την αποδραστικού τύπου ψυχαγωγία που επαναπροσδιορίστηκε ως η κατά πλειοψηφία απαίτηση μετά την επέλαση του «Πολέμου των Άστρων» το 1977.
Πώς κρίνεις τη συνολική ποιότητα του κινηματογραφικού προϊόντος μέσα στη δεκαετία, όσον αφορά τις ταινίες, και δη αυτές που γενικά επιλέγει να βλέπει πιο μαζικά ο κόσμος; Βλέπουμε ολοένα και καλύτερο ή χειρότερο σινεμά, ή συμβαίνει κάτι άλλο διαφορετικό;
Σοφία Γουργουλιάνη: Νομίζω πως συνολικά η δεκαετία μάς έδωσε αντικειμενικά καλές ταινίες. Σίγουρα το πρόβλημα του πώς βρίσκει το -ας πούμε- ποιοτικό σινεμά το κοινό του παραμένει, όταν η μάζα απέχει από αυτές τις ταινίες. Όμως, νομίζω ότι είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα της τέχνης: το πώς καταφέρνεις να προσεγγίσεις και να αγγίξεις το μαζικό κοινό. Δεν θα μιλούσα για καλύτερο ή χειρότερο σινεμά, θα μιλούσα για μια δεκαετία που δεν προσέφερε κάποια κινηματογραφική επανάσταση, αλλά κατάφερε να διατηρήσει τα ποιοτικά κεκτημένα προηγούμενων δεκαετιών.
Υπάρχει μέλλον για την καθαρά καλλιτεχνική/φεστιβαλική ταινία, και πώς είδες αυτή την -ας πούμε- «κατηγορία 7ης τέχνης» να κινείται εντός των ’10;
Σπύρος Δούκας: Υπάρχει φως ακόμα, αλλά σε γενικές γραμμές τα πράγματα δείχνουν να δυσκολεύουν. Ο θάνατος της ιδεολογίας και της σημασίας που είχε για τον προηγούμενο αιώνα, καθώς και η παράδοση στον καθαρό καπιταλισμό μοιάζει να προοικονομούν και τον θάνατο του σινεμά του δημιουργού. Είναι γεγονός πλέον ότι το καλλιτεχνικό σινεμά δεν «πουλάει». Στα πλαίσια της αγοράς μοιάζει σαν κάτι παρωχημένο με το οποίο ασχολούνται οι λίγοι. Έτσι, έχει πλέον δημιουργηθεί μια σύνδεση του art/προσωπικού σινεμά με την έννοια του ελιτισμού, κάτι που δεν βλέπαμε τόσο έντονα πιο παλιά. Γενικά η πορεία της τέχνης κινείται προς τα ‘κει, μέσα από τον μεταμοντέρνο επαναπροσδιορισμό της. Η έλλειψη ουσιαστικής επαφής με τους γύρω μας και η στροφή προς το μέσα είναι βασικά χαρακτηριστικά της εποχής μας, επομένως κι ο καλλιτέχνης σε ατομικό επίπεδο κλείνεται στον εαυτό του. Αντίθετα, βλέπουμε τις ταινίες που κυριαρχούν και βραβεύονται μέσα στα φεστιβάλ να ακολουθούν μια παγκοσμιοποιημένη τάση. Είναι χαρακτηριστική η στροφή της φεστιβαλικής γραμμής προς το εγκεφαλικό σινεμά, που σήμερα είναι πιο εύκολο να επικοινωνήσει με το κοινό, άρα είναι και πιο ασφαλές εμπορικά. Όσο κι αν δείχνουν να αντιτίθενται στο καπιταλιστικό σύστημα αρκετές από τις ταινίες καθαυτές, άλλο τόσο άθελά τους το υποστηρίζουν κιόλας, όντας οι ίδιες πιο προσβάσιμα και ευπώλητα προϊόντα. Το πιο προσωπικό σινεμά δημιουργού, που κατά κανόνα είναι είτε πιο βαθύ σε βιωματικό επίπεδο, είτε πιο ιδιαίτερο ως κινηματογραφική γλώσσα και έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις από το κοινό, αρχίζει να παραγκωνίζεται. Έτσι, σταδιακά και οι δημιουργοί πρέπει να υποκύπτουν σε όλο και περισσότερες συμβάσεις προκειμένου να επιβιώσουν στον χώρο.
Κοινή ερώτηση: Μια και παρακολουθήσατε αυτή τη δεκαετία κινηματογράφου από πολύ κοντά, πώς θα συνοψίζατε τα συναισθήματα που σας αφήνει με το πέρας της;
Σπύρος Δούκας: Ήταν μια όμορφη δεκαετία με όμορφες στιγμές, όπως μάλλον θα είναι κάθε δεκαετία άλλωστε. Απλώς αυτή ήταν η πρώτη που παρακολούθησα εξολοκλήρου κινηματογραφικά, χωρίς ουσιαστικά κενά. Ήταν ωραία γι’ αυτό τον λόγο, αλλά δεν έχω ζήσει τις παλιότερες για να έχω και μέτρο σύγκρισης. Είδα ταινίες που με σημάδεψαν και που βρίσκω αφορμές να τις ανακαλώ σχεδόν καθημερινά, είδα νέους δημιουργούς να κάνουν το δικό τους σινεμά και να κερδίζουν το στοίχημα, είδα και έργα δημιουργών με τους οποίους ταυτίζομαι σε τρομακτικό βαθμό και νιώθω σαν να με ξέρουν, όχι μόνο στο σινεμά, αλλά και στην τηλεόραση. Τέλος, υπήρξαν κι αριστουργηματικές κινηματογραφικές κατασκευές τις οποίες πραγματικά ζήλεψα (με πιο πρόσφατο παράδειγμα τα Παράσιτα). Στόχος μου για την επόμενη δεκαετία είναι να κάνω κι εγώ σινεμά, ώστε να μπορούν να με θάβουν κι εμένα άλλοι κριτικοί…
Σοφία Γουργουλιάνη: Νοσταλγία για εκείνες τις λίγες ταινίες που αγάπησα και δεν θα ξαναδώ ποτέ για πρώτη φορά. Ανυπομονησία για το επόμενο μεγάλο αριστούργημα. Και βαθιά πίστη ότι υπάρχει εκεί έξω μια νέα γενιά έτοιμη να σπάσει τα κινηματογραφικά κατεστημένα.
Πάρις Μνηματίδης: Προσωπικά είναι η πρώτη κινηματογραφική δεκαετία που παρακολούθησα πλήρως ενώ εξελισσόταν. Πολλές οι τάσεις που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκειά της: η αναγέννηση και το πρόωρο τέλος της τεχνολογίας του 3D στις αίθουσες, οι streaming πλατφόρμες, το άνοιγμα της LGBT θεματολογία στο mainstream, οι αμέτρητες υπερηρωικές ταινίες κάθε χρόνο, η μεταφορά των κινηματογραφικών στάνταρ παραγωγής και στη μικρή οθόνη, η αυξημένη πολιτικοποίηση προς ΗΠΑ μεριά μετά την είσοδο του Trump στον Λευκό Οίκο κ.α. Το ατομικό μου παράπονο είναι πως είδα πολύ λίγα αριστουργήματα σε αυτό το χρονικό διάστημα, κι ενώ θα ήθελα να δω περισσότερα. Πιστεύω όμως πως υπήρξε και πρόοδος του μέσου. Ανάμεσα στις εμπορικότερες ταινίες της δεκαετίας βρίσκει κανείς και μπλοκμπάστερ με πραγματικά υψηλό IQ, όπως οι ταινίες του Christopher Nolan ή το πρόσφατο «Joker», πράγμα που σημαίνει πως μεγάλη μερίδα των θεατών έχει πιο ευαίσθητες κεραίες από του αναμενόμενου. Αναδείχθηκε παγκοσμίως μια νέα γενιά δημιουργών (Villeneuve, Chazelle, Λάνθιμος, Farhadi κ.α.), ο καθένας τους με τη δική του υπογραφή και το δικό του όραμα για την τέχνη που υπηρετεί, η οποία έχει ήδη αφήσει μια σπουδαία παρακαταθήκη για τους θεωρητικούς του μέλλοντος. Είναι μια δεκαετία με διακριτή ταυτότητα, και η οποία σίγουρα θα έχει πολύ «ψωμί» προς ανάλυση όταν συγκριθεί και με τα χρόνια που θα έρθουν, ως προς το σε ποια κατεύθυνση διαμόρφωσε τις συνθήκες ώστε να μας φέρει στο σημείο στο οποίο θα έχουμε φτάσει.
Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur: Πρόκειται για μια δεκαετία που σήμανε σημαντικές αλλαγές στη ζωή μου, κι αυτό δεν θα μπορούσε να μην αντικατοπτρίζεται στην εμπειρία μου ως κινηματογραφικός θεατής. Όπως μεγαλώνουμε και διαμορφώνεται ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε κι αντιμετωπίζουμε τη ζωή, έτσι μεταλλάσσεται κι ο τρόπος που βλέπουμε κινηματογράφο. Από την ψυχαγωγική «βόμβα» του «Inception» το 2010 στο υπαρξιακό σοκ της «Αγάπης» το 2012 κι από τις βιωματικές ψυχεδελικές εμπειρίες των πονημάτων του Gaspar Noe στους ακάθεκτους καλλιτεχνικούς πειραματισμούς του Lars von Trier, η δεκαετία που πέρασε καθόρισε, ανέτρεψε, αποδόμησε και ανασχημάτισε το πώς βλέπω ταινίες ξανά και ξανά. Σε προσωπικό επίπεδο, ταινίες όπως ο «Άνθρωπος Αντίγραφο» και το «Πριν τα Μεσάνυχτα» ταρακούνησαν την αντίληψή μου πάνω στην κινηματογραφική αφήγηση, το σαρωτικό «Χωρίς Μέτρο» είχε κυριολεκτικό αντίκτυπο σε αποφάσεις της ζωής μου, ενώ στα μινιμαλιστικά «Σε Λάθος Χρόνο» και «Όλα Χάθηκαν» βρήκα βαθιά ταύτιση ως προς την ποιητική και υπαρξιακή μου σκέψη. Αφήνοντας όλο αυτό τον όγκο ταινιών πίσω μας και καλωσορίζοντας από την αρχή έναν ολοκαίνουριο, οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι κι ανοιχτόμυαλοι προς νέες ανατροπές κι αναμορφώσεις των κινηματογραφικών μας στεγανών, και, γιατί όχι, των πνευματικών μας αντιλήψεων. Ασχέτως με το αν η Disney θα κατακτήσει τον κόσμο, αν τα σουπερηρωικά cinematic universe θα καταπιούν τον ανεξάρτητο κινηματογράφο κι αν το Netflix θα αντικαταστήσει οριστικά τις κινηματογραφικές αίθουσες, η ζωή κι ο κινηματογράφος θα συνεχίσουν να εξελίσσονται, παράλληλα και από κοινού. Πάμε.