Ένας “πόλεμος” δίχως νικητές…
Συντάκτης: Σταύρος Γανωτής
Είναι ένα ζήτημα που έχω εγείρει πάνω από μία δεκαετία τώρα, και όλο το ξαναφέρνω στον νου μου. Και ο λόγος είναι ότι βρίσκω συνεχώς πατήματα που μου αναθερμαίνουν το όλο θέμα, που τουλάχιστον για μένα, το θεωρώ σημαντικό. Δεν νομίζω ότι αρκεί για έναν κριτικό κινηματογράφου η απλή λογική να βγάζει τα χρήματα του όπως αυτός νομίζει, χωρίς να τον απασχολεί να αφουγκραστεί και τον αντίλογο που προέρχεται από το κινηματογραφικό κοινό. Και δεν είναι ένας αντίλογος που εκφράζεται μονάχα μέσω κάποιων σχολίων (ειδικά το ίντερνετ έχει βοηθήσει υπερβολικά το κοινό να εκφράζει άμεσα άποψη, σε σχέση με το πάλαι), αλλά τον βλέπεις και στις προτιμήσεις του στις αίθουσες, στις ταινίες που αναδεικνύει ως επιτυχίες, κάτι που στη συνέχεια διαμορφώνει και το παγκόσμιο κινηματογραφικό γίγνεσθαι. Πάνε οι εποχές των δημιουργών, έχουμε ξαναγυρίσει στην εποχή της «Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ», όπου οι παραγωγοί εξουσιάζουν κατά ένα σημαντικότατο μέρος το τι βλέπουμε στις σκοτεινές αίθουσες. Τότε μας έσωσαν οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες. Τώρα;
Παρομοιάζω το ζήτημα, λοιπόν, με μια κάτι σαν «διαμάχη». Όχι τόσο έντονη στην όψη της, αλλά υποδόρια και εντέλει πλέον σημαντική. Αυτή μαίνεται ανάμεσα στην κριτική και το κοινό. Ξεκαθαρίζοντας, βέβαια, υπάρχουν παράλληλα εκείνοι οι κριτικοί που στην ουσία εργάζονται με τη λογική ενός θεατή, παρά ενός επαγγελματία του χώρου, όπως υπάρχει ακόμα και στις μέρες μας εκείνο το σινεφίλ κοινό που βλέπει την κριτική ως χώρο αίσιου διαλόγου και όχι διαμάχης. Το κακό με αυτά τα δύο είναι ότι με το πέρασμα των χρόνων, το πρώτο παράδειγμα ολοένα και γιγαντώνεται, όπου και πάλι ειδικά στο ίντερνετ μη επαγγελματίες κριτικοί αναλαμβάνουν να αναλύσουν ταινίες εν είδει ενός προϊόντος και όχι καλλιτεχνήματος, ενώ από την άλλη δεν αναπληρώνονται όλα τα κενά που αφήνουν εκείνοι που ζούσαν για την κριτική και έβλεπαν το σινεμά πρωτίστως ως τέχνη. Άλλο παράλληλο θέμα όμως αυτό, και όχι τόσο σεμνό από μεριάς μου να αναλύσω εκτενέστερα.
Όλα ξεκινούν και τελειώνουν με τον τρόπο που εκλαμβάνει κάποιος ως δέκτης ένα πολυεπίπεδο αντικείμενο όπως μια ταινία. Ο κριτικός επιβάλλεται από μεριάς του να το δει διεξοδικά. Πρέπει να βάλει σε ισχύ τις γνώσεις του και την εμπειρία του, που αλίμονο αν δεν είναι σε αφθονία, ώστε να ιστοριοποιήσει το αντικείμενο αυτό στη θέση και την ανάλυση που του αρμόζει. Αν επιδιώκει μια υποκειμενική γνώμη, τότε αυτόματα έχει αποτύχει. Σκοπός του πρέπει να είναι η αντικειμενική αντιμετώπιση, ακόμα κι αν αυτή δεν είναι απόλυτα δυνατόν να επιτευχθεί. Δεν έγινε ξαφνικά «ημίθεος» ένας απλός κριτικός… Στην αντιπέρα όχθη, χωρίς να είναι επιτακτικό να στερείται ένας απλός θεατής εκείνες τις γνώσεις και την εμπειρία που θα τον βοηθήσουν να κρίνει ίσως και καλύτερα από έναν επαγγελματία, σχεδόν το σύνολο του κοινού κοιτάει υποκειμενικά το ίδιο φιλμ. Ακούγεται κάπως υποτιμητικό αυτό; Μα, ουδόλως είναι, και αλίμονο κιόλας. Άμεσος στόχος ενός θεατή όταν πληρώνει ένα εισιτήριο για να δει ένα έργο, είναι να ικανοποιήσει τις όποιες επιμέρους επιθυμίες του. Άλλος θέλει να δει θέαμα, ενώ άλλος αναζητεί κάποιο νόημα. Κάποιος τρίτος ενδιαφέρεται πρώτα για τις ερμηνείες, ενώ ο τέταρτος της παρέας επιθυμεί απλά να περάσει ευχάριστα δύο ώρες και τίποτα παραπάνω. Γενικά, δεν είναι αυτοσκοπός για τον θεατή να γίνει κριτής ενός έργου, ακόμα κι αν μπαίνει στη διαδικασία να το σχολιάσει επί της ποιότητας του, αλλά να ικανοποιηθεί αναλόγως τις διαθέσεις του. Και αυτό είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα του, όπως είναι και δικαίωμα του να θεωρήσει αρτιότατο ένα φιλμ που το σύνολο της κριτικής ή ακόμα και το σύνολο της παρέας του εξέλαβε ως κάκιστο.
Έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο μεν κριτικός έχει ευθύνη περί της άποψης που δημοσίως θα εκφράσει, ενώ αντίθετα ο θεατής δεν έχει να δώσει λόγο πουθενά για το αν κάτι του άρεσε ή όχι. Μιλάμε για τις αρχές της ελευθερίας του λόγου, σε συνδυασμό με την επαγγελματική ηθική. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Πώς ερχόμαστε όμως να εκλάβουμε ως σοβαρή την αντιπαράθεση ανάμεσα σε έναν γνώστη ενός αντικειμένου και ενός που το γνωσιακό του επίπεδο -πάντα- πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο μπορεί να κυμαίνεται από άριστο ως σχεδόν μηδενικό; Μην ξεχνάμε ότι η έβδομη τέχνη έχει τόσο πλάτος όσο η Μεσόγειος Θάλασσα, ενώ επιπλέον ένας κριτικός από επίπεδο πάντα γνώσεων δεν πρέπει να περιορίζεται καν σε αυτό το γνωσιακό κομμάτι, αλλά να είναι σφαιρικά μορφωμένος, μια και ο κινηματογράφος θεματικά και δημιουργικά μπορεί να αγγίξει ανά πάσα στιγμή οποιοδήποτε θέμα, τέχνη ή ιστορική στιγμή.
Μιλάμε λοιπόν για μια άνιση αντιπαράθεση, στην οποία ο μεν κριτικός δεν μπορεί να γίνει αληθινά επιθετικός επειδή πρέπει να σεβαστεί τον θεατή πάνω ακόμα και στα γούστα του, ενώ από την άλλη ο θεατής-αναγνώστης φτάνει ακόμα και σε σημείο να νιώθει προσβεβλημένος από κάτι που διαβάζει σε μια κριτική, χωρίς όμως να αναλογίζεται τη γνωσιακή διαδικασία που πέρασε αυτό το «κάτι» για να καταλήξει στα μάτια του.
Και για να το επεκτείνουμε το όλο ζήτημα σε σχέση με κάτι που γράψαμε στην αρχή, ένας σοβαρός στη δουλειά του κριτικός σπρώχνει με τον τρόπο του την έβδομη τέχνη προς την αληθινή της υπόσταση, που δεν είναι άλλη… από την τέχνη. Ενώ από την άλλη, όταν γεμίζουν οι αίθουσες μόνο σε προκατασκευασμένα και εκ του πριν ανακηρυγμένα blockbuster ή ταινίες αμφιβόλου ποιότητας (ακόμα και για το σύνολο αυτών εντέλει που τις επισκέπτονται…), το σινεμά ολισθαίνει προς τον όρο προϊόν. Και η ερώτηση έρχεται από μόνη της… Μήπως ακόμα και τα blockbuster θα γινόντουσαν ποιοτικότερα και πιο αγαπητά από το σύνολο, αν οι κριτικοί και όχι η μάζα τα οδηγούσε σε εμπορική ή μη επιτυχία; Μήπως ακόμα και το κοινό θα έμενε πολύ πιο ικανοποιημένο αν το μεγαλύτερο σύνολό του άκουγε τις κριτικές περισσότερο από τις διαφημίσεις; Και επιτέλους, τα επονομαζόμενα «έργα τέχνης» που προτείνουν σχεδόν στο σύνολο τους οι κριτικοί δεν είναι κάτι το «τρομακτικό» για έναν οποιονδήποτε θεατή, ούτε υπάρχει μερίδα κοινού που θα πρέπει να τη θεωρούμε «καθυστερημένη» ώστε να μην μπορεί να αισθανθεί τη δύναμη μιας αληθινά καλής καλλιτεχνικής ταινίας. Κάτι που φοβάμαι πως θα εκλείψει με το πέρας των χρόνων (τα σημάδια ήδη δεν είναι λίγα), μια και το παγκόσμιο εμπόριο δεν θα έχει βρει λόγους για την ύπαρξη αυτών των «σινεφίλ» έργων, όσο φτηνότερων στην κατασκευή τους κι αν είναι. Μην ξεχνάμε ότι και η φτηνότερη ταινία είνα8ι ακριβό “σπορ” για τον καθέναν μας.
Το σινεμά έχει ανάγκη από όλα τα είδη του, και όσο το δυνατόν υψηλότερη ποιότητα στο σύνολο από αυτά. Όχι να φτάνουμε να επιζητούμε διαφορετική βαθμίδα βαθμολόγησης ενός «καλλιτεχνικού» και ενός «εμπορικού» φιλμ! Όλα τα φιλμ μπορούν να αντιστοιχούν σε αμφότερες τις ιδιότητες, είτε σε αυτά εμφανίζεται ένας Αντρέι Ρουμπλιόφ, είτε ένας Τζεντάι.
Αυτά τα λίγα (!), με την κρυφή ελπίδα να νιώσω ότι δεν χρειάζεται να επανέλθω εκ νέου πάνω στο ίδιο ζήτημα. Πάντως, τα είπα για σήμερα, και ησύχασε η καρδούλα μου…