Συντάκτης: Χάρης Καλογερόπουλος

Για τον Τρίτο Άνθρωπο του σπουδαίου Κάρολ Ριντ έχουν γραφτεί τόνοι ανάλυσης. Μία ακόμη, ίσως. περισσεύει. Με την ευκαιρία της προβολής, θέλω να σταθώ μόνο στο ζήτημα της μουσικής του Άντον Κάρας. Αν πειραματιστείτε να δείτε το φιλμ χωρίς ήχο, έχετε πράγματι ένα άριστο έργο που συνδυάζει το φιλμ-νουαρ με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό όπως αυτός διυλίστηκε αλά αμερικέν μέσω του Ουέλς στον Πολίτη Κέιν, ιδίως με το βάθος πεδίου και τις στρεβλές λήψεις της κάμερας. Αν πάλι ακούσετε από CD μόνο το σάουντρακ, νομίζετε ότι βρίσκεσθε στο φιλμικό σύμπαν του Φελίνι και του Ρότα. Το τσίτερ (η ρίζα από το «κιθάρα») και η μεσογειακής αίσθησης μελωδία (οι επιρροές των τσιγγάνων στην κεντρική Ευρώπη) παραπέμπουν σε κάτι νοσταλγικό, αιθέριο, μελαγχολικό και χιουμοριστικό και μόνο σε κάποια σημεία οι χορδές «γρατζουνάν» απειλητικά για να σχολιάσουν τεκταινόμενα. Η εικόνα, η μουσική (και ο ίδιος ο ήχος του τσίτερ) δεν εναρμονίζονται, είναι αντίπαλα, λειτουργούν αντιστικτικά.

Ναι, είμαστε σε μια κατεστραμμένη Ευρώπη, σε μια κατεστραμμένη Βιέννη όπου οι μεγάλες δυνάμεις διαμοιράζονται λάφυρα, περιοχές κι ανθρώπους και οι απατεώνες βρίσκουν ευκαιρίες για ρεμούλες, είμαστε σε φάση όπου κουλτούρες και νοοτροπίες ανατέλλουν, δύουν, αναδιαμορφώνονται και στον πυρήνα του έργου βρίσκουμε: την απλοϊκότητα του Χόλι όσον αφορά την ηθική (καλοί λευκοί, κακοί ινδιάνοι), την απομυθοποίηση της ηθικής που έχει συντελεστεί στην ψυχή της Άννα, γιατί έχει βιώσει τον πόλεμο και τον αμοραλισμό του Χάρι, που είναι ακριβώς ο αμοραλισμός του τυχοδιώκτη, του κατακτητή, του επιχειρηματία. Ο Χάρι δεν κάνει κάτι χειρότερο από αυτό που έκαναν κράτη ολόκληρα, απλά το κάνει ιδιωτικά. Στον μονόλογό του, λέει με άλλα λόγια αυτό που είπε και ο Ηράκλειτος. Ότι ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων.

Ποιο είναι, λοιπόν, το στοιχείο που εξανθρωπίζει αυτό τον εφιάλτη; Το συναίσθημα. Είναι ο έρωτας και η φιλία. Η πάλη για αυτές τις δύο αξίες. Εκεί έρχεται η «παράδοξη» μουσική του Κάρας να κάνει την τομή-ένωση. Η εικόνα απειλεί και η μουσική επιμένει «ενοχλητικά» στη δύναμη της ζωής. Η μουσική συχνά θυμίζει τον -κατά βάθος σοφό- γελωτοποιό του βασιλιά που ενώ η χώρα σπαράσσεται από αναταραχές, εκείνος εξακολουθεί να χοροπηδά και να γελάει. Και μόνο στην τελευταία σκηνή της αλέας του νεκροταφείου, το τσίτερ έρχεται να εναρμονισθεί με την εικόνα. Εκείνος, εκείνη, ο δενδρόφυτος δρόμος, επιτέλους στο άπλετο φως (αφήνουμε τους νεκρούς, το σκοτεινό παρελθόν), η ελπίδα. Η μουσική από την αρχή είναι ο σοφός που προαναγγέλλει αυτά τα τελευταία πλάνα.

Πίσω από το όραμα της καταστροφής μέσα από μια εντυπωσιακή σκηνοθεσία, υπάρχει η συμβατική Καζαμπλάνκα, αυτό το παραμυθένιο στοιχείο, ο ρομαντισμός.

Μπείτε και εδώ για info στη σελίδα της ταινίας…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *