Συντάκτης: Σταύρος Γανωτής

Πρέπει να είναι από τα πλέον μισητά επαγγέλματα του πλανήτη. Δεν γνωρίζω αγαπητό κριτικό, μιλώντας πάντα σε γενικά πλαίσια. Κάθε κριτική περνάει από την κρίση του κοινού και σπάνια έχει θετική ανταπόκριση. Όχι, δεν είναι τόσο δα ακραία τα πράγματα, αλλά αν είσαι κριτικός τέχνης, κάπως έτσι τα εκλαμβάνεις. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Και μήπως όλο αυτό σημαίνει το ότι η κριτική κινηματογράφου είναι αχρείαστη; Μήπως τα σχόλια του κοινού αρκούν για να καλύψουν αυτό το επάγγελμα επαρκώς;

Η αλήθεια είναι πως προσωπικά ποτέ δεν άνηκα σε αυτού του είδους το κοινό. Πάντα χαιρόμουν να διαβάζω κριτικές και πάντα με επηρέαζαν ως προς το τι να επιλέξω να παρακολουθήσω. Με αυτές πορεύτηκα, ας το πούμε κι έτσι. Έχω την εντύπωση πως αυτό με έκανε να δω το σινεμά ως σινεφίλ κι όχι ως απλά ως θεατής. Αυτό μου έδωσε και τα απαραίτητα «χαρτιά», ώστε τη στιγμή που κλήθηκα να ασχοληθώ επαγγελματικά με την κριτική, μπήκα χωρίς άγχος και με έτοιμη ιδεολογία περί τέχνης. Αυτό δεν σημαίνει ότι ασπαζόμουν πάντα ό,τι διάβαζα σε μια κριτική. Αλλά έχοντας θετική προκατάληψη, μπόρεσα να φιλτράρω αυτά που είχε ανάγκη το κεφάλι μου για να δει παρακάτω από τα κινηματογραφικά καρέ. Μέσω αυτού του «χόμπι», μπόρεσα να ξεδιαλύνω και το πώς θα μπορούσε να μπει σε βαθμολογική βάση ένα έργο τέχνης. Μπορεί για τον καλλιτέχνη που το δημιούργησε αυτή η βαθμολογία να είναι δευτερεύουσα μπροστά στο ίδιο το θαύμα της δημιουργίας, αλλά αυτό δεν ισχύει κατά ανάγκη για τον δέκτη, δηλαδή όλους εμάς τους υπόλοιπους. Πρέπει να ήμουν λιγότερο από 15 ετών, που είχα ήδη τη μανία να βάζω αστεράκια σε όποια ταινία έβλεπα. Με τον καιρό, μάλιστα, πάντα τα αναθεωρούσα, χωρίς αρχικά να αντιλαμβάνομαι τι είναι αυτό που προκαλεί μέσα μου αυτή την αναθεώρηση. Η απάντηση ήταν απλή: μεγάλωνα, μάθαινα πράγματα κι ωρίμαζα. Πρέπει να ήμουν πέρα των 25 ετών που αυτές οι αναθεωρήσεις κατέληξαν σε κάτι το σταθερό. Ίσως τότε να έπηξε τελείως και το κεφάλι μου…

Καλό το προσωπικό ιστορικό, αλλά ας περάσουμε και στο προκείμενο. Η κριτική είναι λειτούργημα και μονάχα όταν μια κοινωνία θέτει την τέχνη στο σημείο που της πρέπει, το αντιλαμβάνεται. Ένας κριτικός δεν έχει, ούτε θα έπρεπε, τη δύναμη να σβήσει ένα έργο τέχνης, ώστε κανείς να μην έχει πρόσβαση σε αυτό, αλλά επιτυγχάνει το φιλτράρισμα ανάμεσα σε έργο και θεατή. Πρώτο ζητούμενο είναι να υπάρχει μια «προειδοποίηση» προς τον θεατή, όταν μάλιστα μιλάμε για τέχνη που την πληρώνεις. Δεύτερο ζητούμενο είναι η αρχειοθέτηση του εκάστοτε έργου στην ιστορία της τέχνης. Άλλα αξίζουν τη διαχρονική τους πορεία, ενώ άλλα αξίζουν να χάνονται με το πέρας της «μπογιάς» τους. Τελευταίο ζητούμενο είναι η κουβέντα. Ένα έργο τέχνης υπάρχει για να ανοίξει από μόνο του μια τέτοια κουβέντα με το κοινό που το επιλέγει. Η πρωτόλεια αυτή κουβέντα όμως δεν είναι αρκετή, μια κι ο καλλιτέχνης δεν είναι σίγουρο πως πέτυχε στη δουλειά του, άρα δίνει τα σωστά μηνύματα/λόγια. Και γενικά, η τέχνη θέλει την κουβέντα της. Και μάλιστα, πολλή. Το να δίνεις απλά μια εικόνα/ιδέα προς τον κόσμο, είναι λίγο μπροστά στον διάλογο που αυτή μπορεί να ανοίξει. Υπάρχει κι ο εσωτερικός διάλογος, βέβαια, αλλά καλή είναι και η βοήθεια ενός εμπειρότερου ως προς αυτές τις εικόνες.

Όλα αυτά προδιαγράφουν έναν αγγελικά πλασμένο κόσμο κριτικών; Φυσικά όχι. Ακριβώς επειδή πιστεύω ακράδαντα στο ότι το επάγγελμα αυτό επιτελεί λειτούργημα, πρέπει να υπάρχει προσεκτική επιλογή ως προς το ποιοι το εξασκούν. Δεν είναι κι ένας χώρος που πρακτικά χωράει πολλούς, άρα αυτή η επιλογή γίνεται ακόμα πιο εύκολη, ακόμα και που δεν παρατηρείται η μεγαλύτερη προσεκτικότητα από αυτούς που κάνουν τις επιλογές. Ένας κριτικός κινηματογράφου πρέπει πρωταρχικά να έχει δει με το τσουβάλι ταινίες. Τουλάχιστον όλες αυτές που έχουν παίξει τον ρόλο τους στη διαμόρφωση της ιστορίας της έβδομης τέχνης. Να γνωρίζει τα πάντα όσα αφορούν την τέχνη αυτή, αλλά και σφαιρικές γνώσεις πάνω στην τέχνη γενικότερα, την ιστορία, την πολιτική, την επιμέρους φυσιογνωμία πολιτισμών και κρατών, γενικά όλα όσα αγγίζονται μέσα από τις ταινίες. Ούτε αυτά φτάνουν, όμως. Πρέπει να έχει και έφεση στη φιλοσοφία. Αυτή θα του επιτρέψει να κοιτάξει πίσω από τις εικόνες, όταν το έργο τού το επιβάλλει νοηματικά. Άλλωστε, η προσωπική μας φιλοσοφία είναι αυτή που εκφράζεται μέσω του τρόπου που σκεφτόμαστε κι εκφραζόμαστε, αλλιώς είμαστε ένα με μια μάζα που αποδέχεται αυτό τον απαράδεκτο και υποτελειακό όρο «άποψη μέσου πολίτη» (που στην ουσία σημαίνει… «άποψη μέσου πολίτη που έχει αποδεχτεί το κατεστημένο ως έχει αμάσητο»). Και πάμε και σε ένα τρίτο, τον απόλυτο ορθολογισμό, που είναι ο μόνος που βοηθάει στο να μάθει ένας άνθρωπος την καίρια διαφορά ανάμεσα σε αντικειμενικότητα και υποκειμενικότητα. Αντικειμενικότητα σημαίνει «είναι καλό», υποκειμενικότητα σημαίνει «μου άρεσε». Πρέπει να βλέπει με τα μάτια της νόησης κι όχι της καρδιάς. Το μυαλό δεν κάνει ποτέ λάθος όταν λειτουργεί σωστά, ενώ η καρδιά έχει το ελεύθερο να κάνει λάθη όποτε θέλει, με τις κρίσεις να είναι περιττές. Δεν πρέπει να σκέφτεται με τη λογική των πολλών, αλλά έστω και του ενός που έχει το δίκιο με το μέρος του… Εδώ, μάλιστα, είναι που πέφτει ο «τσακωμός» με τους αναγνώστες του. Οι τελευταίοι δεν αντιλαμβάνονται πως τους άρεσε ή μη ένα έργο, επειδή «πέρασαν καλά» ή «είχαν καλή διάθεση» ή είναι «μέσα στην προσωπική τους λογική/πιστεύω», και διαβάζοντας μια αντίθετη άποψη από κάποιον που επιμένει πως «αυτό είναι», νιώθουν σαν να γίνεται προσωπική επίθεση εναντίον τους. Ούτε καν αντιλαμβάνονται πως ο βασικός νόμος της υποκειμενικότητας είναι πως εκατό άνθρωποι μπορούν (κι επιτρέπεται) να έχουν εκατό δικές τους αλήθειες, αλλά η αλήθεια είναι πάντα μία και δεν ανήκει σε κανέναν. Ρόλος ενός κριτικού είναι να εντοπίσει αυτή τη μία κι ας γίνει αντιπαθής.

Οποιοσδήποτε επιμένει πως ένας κριτικός πρέπει απλά να λέει την όποια άποψη του (απολαμβάνοντας ταυτόχρονα και το ποπ-κορν του βλέποντας τσάμπα σινεμά), απλά δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα. Ναι, λάθη γίνονται, αλλά κανείς δεν είπε ότι ένας κριτικός θα είναι και ρομπότ. Ας έχει τα μυαλά του σε μια σωστή βάση, ας έχει ως ιδεολογία του την αναζήτηση της αλήθειας και τον ορθολογισμό, και φυσικά ας δεχτεί κι αυτός θετικά μια αντι-κρίση που θα τον βάζει σε σκέψεις. Εκεί εντοπίζεις και τους «καταπιεσμένους» καλλιτέχνες (μια κατηγόρια που ακούγεται συχνά για τους κριτικούς), αφού ένας καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να ακούει ποτέ και πουθενά τους όρους περί αντικειμενικότητας. Απλά πλάθει όπως νομίζει αυτός ότι θα βρει συμπάθειες/ανταπόκριση από το κοινό, ή γενικότερα… έτσι όπως του αρέσει. Η τέχνη δεν είναι συνώνυμη της ευθύνης και δεν έχει ανάγκη να είναι. Η κριτική, όμως, επιβάλλεται να είναι υπεύθυνη, αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Εύχομαι να μην απέτρεψα κάποιους που σκέφτονται σοβαρά να «εισβάλουν» στον χώρο αυτό, αλλά αντίθετα, να προέτρεψα κάποιους που καλύπτουν τα συστατικά «πρόσληψης». Αν νομίζετε ότι τα έχετε κι επιπλέον γράφετε καλά κι ορθά ελληνικά, ευκαιρίες δίνονται. Ειδικά με την οικονομική παρακμή στον χώρο, το πρόβλημα δεν είναι στις ευκαιρίες, αλλά αλλού…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *