Συντάκτης: Σταύρος Γανωτής

Παρατηρώ ανάμεσα στο κοινό μια τάση, αρκετά «ζεστή», η οποία διαχωρίζει τον ελληνικό κινηματογράφο από τον παγκόσμιο. Εν ολίγοις, μια πιο ένθερμη αντίδραση υπέρ των δικών μας ανθρώπων του χώρου και το ότι οι κριτικοί πρέπει να τους πριμοδοτούν με μεγαλύτερη επιείκεια. Αρχικά, θα παραδεχτώ ότι ένας έλληνας κριτικός είναι στην ουσία συνάδελφος με έναν έλληνα καλλιτέχνη κι έχει την πρώτη ευθύνη της προώθησης της δουλειάς του. Παραδέχομαι και την ύπαρξη της αντίθετης τάσης, που ακούει ελληνικό σινεμά και τρέχει αντίθετα. Η αλήθεια, πάντα κατ’ εμέ, είναι αλλού και εκφράζεται από το πώς εκλαμβάνουμε τον όρο παγκοσμιοποίηση…

  • Η κακή παγκοσμιοποίηση.

Παραδέχομαι τον όρο πατριώτη, όσον αφορά την αγάπη ενός ανθρώπου για το χώμα που τον γέννησε. Δεν μπορώ να δεχτώ την αλλοτρίωση μιας τοπικής κουλτούρας, είτε προς όφελος μιας συγκεκριμένης άλλης (βλέπε αμερικανικής) είτε προς μια ουδέτερη κουλτούρα, συνονθύλευμα πολλών διαφορετικών πολιτισμών. Ούτε συζήτηση, βέβαια, πως σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο πρέπει η κάθε χώρα να διατηρεί πρώτα την αυτοδυναμία της και μετά να συνεργάζεται σε συνασπισμούς, αλλά αυτό είναι κουβέντα για άλλο site. Το νόημα είναι πως τα ήθη ενός λαού, που έχουν αναμορφωθεί ανά τους αιώνες, πρέπει να προστατεύονται και να καθορίζουν την ταυτότητα ενός έθνους.

  • Η καλή παγκοσμιοποίηση.

Όπως κι όλες οι έννοιες, έτσι και η παγκοσμιοποίηση έχει τον διττό της χαρακτήρα. Οι λαοί δεν πρέπει να εμμένουν αποκλεισμένοι ο ένας από τον άλλον και υπάρχει ένας απόλυτος πρέσβης για την κοινή τους πορεία. Αυτός ο πρέσβης είναι η τέχνη. Η τέχνη δεν έχει πατρίδα, αλλά κατοικεί πρώτιστα στον νου του καλλιτέχνη και πέρα ελάχιστων, και συνήθως αρνητικών, περιπτώσεων, έχει «ξαμοληθεί» για τον άνθρωπο κι όχι τον έλληνα ή τον άγγλο άνθρωπο. Είναι πολύ «μικρή» η λογική πως ένας καλλιτέχνης, ακόμα κι αν λατρεύει τον τόπο του, παράγει μονάχα για αυτόν. Είναι λογικό να υπάρχουν ιδιαιτερότητες στην κουλτούρα από έθνος σε έθνος και είναι επίσης φυσιολογικό πολλοί καλλιτέχνες να εμμένουν στη φυσιολογία της δικής τους εθνικής κουλτούρας, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα και παράλληλα είναι και θετικό. Όμως, η τέχνη ως ανθρώπινη έκφραση είναι ιδιοκτησία όλων όσων έχουν πρόσβαση σε αυτήν. Μάλιστα, ένα έργο όταν επιδεικνύεται δημοσίως δεν ανήκει καν πλέον στον δημιουργό του και μόνο, αλλά σε όλους όσους έχουν πρόσβαση σε αυτό. Αν θέλεις να σου ανήκει ένα έργο, πρέπει να το κρατήσεις κλειδωμένο και μακριά από ανώνυμα για σένα πρόσωπα.

  • Έχω βγει εκτός θέματος;

Καθόλου και θεωρώ τα άνωθεν απαραίτητα για τη συνέχεια. Το κυριότερο είναι πως με όλα αυτά αμφισβητώ την κρίση ενός ανθρώπου που θεωρεί την τέχνη της χώρας του δική του. Αυτό θα πετυχαινόταν στην ακραία περίπτωση που ένα έργο θα κρατιόταν ως κρατικό μυστικό εντός συνόρων. Αντίθετα, και το χειρότερο καλλιτέχνημα έχει την κρυφή ελπίδα πως θα βγει εκτός συνόρων και θα βρει μεγαλύτερη ανταπόκριση. Όχι, ο κύριος Αγγελόπουλος δεν είχε χάσει την εθνική του ταυτότητα με το να έχει επικεντρωθεί στα ξένα φεστιβάλ, όπως, αντίθετα, δεν θα κατηγορήσουμε το Bang Bank επειδή έχει ως πρότυπο το Pulp Fiction κι όχι το θέατρο σκιών! Ο σημαντικότερος λόγος που μας κάνει να νομίζουμε ότι το ελληνικό σινεμά μάς ανήκει είναι κι ένας λόγος που δεν μας τιμά καθόλου. Το ελληνικό σινεμά δεν έχει κάνει ποτέ αληθινή αίσθηση στο εξωτερικό κι αυτό οδηγεί εμάς προς μια ψυχολογική άμυνα υπέρ του. Κάτι τέτοιο, πχ, δεν το συμμερίζεται ένας Δανός, που αντιλαμβάνεται τον κινηματογράφο του ως εθνικό κι ως ολότητα, αφού το εξωτερικό τον έχει αποδεχτεί και τιμήσει. Για ποιους λόγους δεν είχαμε ως τώρα αυτή την αποδοχή, θα σας καταμετρούσα πάμπολλους και το ότι δεν παράγουμε αριστουργήματα είναι ο μικρότερος. Είναι όμως ένα θέμα που δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί δεν μου αρέσει να κατονομάζω ειδικά ενόχους, όντας λάτρης της εκδοχής «σύστημα είμαστε όλοι μας».

  • Η σωστή οπτική προς τον ελληνικό κινηματογράφο;

Δεν θα πω με σιγουριά πως αυτή είναι η σωστή, αλλά θα προτιμήσω να πω αυτήν που έχω ασπαστεί εγώ και θέλω να θεωρώ σωστή. Μια ελληνική ταινία είναι ακόμα μια κινηματογραφική ταινία, όπως είναι η αμερικανική ή η καμποτζιανή. Μου αρέσει, όπως εσάς, η ευκολία της άμεσης κατανόησης της γλώσσας, αλλά αυτό δεν επηρεάζει την κρίση μου. Συμπονώ δε και τους ξένους που θα προσπαθήσουν να κατανοήσουν το χιούμορ του Της Κακομοίρας και θα αφήσουν εμάς να ξεκαρδιζόμαστε μοναχοί μας. Ίσως, μάλιστα, θα χαρώ διπλά να δω μια πολύ καλή ελληνική ταινία, από το να δω ένα ακόμα βρετανικό αριστούργημα. Ποτέ, όμως, μα ποτέ δεν θα διαχωρίσω το σινεμά και τους δημιουργούς του σε Έλληνες και ξένους. Είναι μια κακή λαϊκίστικη λογική, ακόμα και που ο λαϊκισμός δεν είναι πάντα αρνητική έννοια, όπως επιμένουν πολλοί. Ούτε έχω μεγαλώσει μέσω της τηλεόρασης, ώστε να έχω δει τα άπαντα της «χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου» επί πέντε, ενώ, την ίδια στιγμή, να αγνοώ τις μισές από τις σημαντικές ταινίες του παγκόσμιου της ίδιας εποχής. Αν ακούτε με σοβαρότητα μουσική, ίσως με έχετε ήδη πιάσει από τις πρώτες γραμμές. Μάλλον θα είχατε αυτοκτονικές τάσεις αν σας επέβαλαν να ακούτε μονάχα ελληνική μουσική. Γιατί το κακό είναι ότι το όλο θέμα έχει αναχθεί σε μίνι εθνικιστικό φαινόμενο, ακόμα κι αν ο «ξεστομίζων» αγνοεί επί του κειμένου αυτού αυτή την ιδιαιτερότητα. Αν προτιμάτε τις ταινίες να μιλούν τη μητρική σας, έχει καλώς και γούστο και καπέλο σας. Όμως, κανείς δεν γέννησε την τέχνη με σύνορα, ούτε ο Θεός πριμοδότησε έναν λαό ως ανώτερο ή ξεχωριστό των υπολοίπων. Αυτά είναι για άλλους…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *