
Ο σκηνοθέτης και οι πρωταγωνίστριες του Ixcanul μιλούν περί Μάγια, ηφαιστείων και άλλων δαιμονίων
Συντάκτης: Νάνσυ Μιχαηλίδου
Γυρισμένη στη διάλεκτο Kaqchikel και τοποθετημένη στους πρόποδες του ηφαιστείου Ixcanul στη Γουατεμάλα, η ταινία του Χαΐρο Μπουσταμάντε ακολουθεί μια ιστορία τόσο αληθινή όσο και ονειρική, που θαρρείς πως είναι βγαλμένη από αφηγήσεις ενός μακρινού παρελθόντος. Μια κινηματογραφική εμπειρία που μαγεύει και συγκινεί, αναδεικνύοντας μέσα από τη σύγκρουση πολιτισμών σε μια αγροτική κοινότητα της Γουατεμάλα, την αναπόσπαστη σχέση μητέρας και κόρης, το μεγαλείο της μητρότητας, αλλά και την γοητεία της τοπικής κουλτούρας, έχοντας για φόντο ένα μυσταγωγικό σκηνικό που δημιουργεί μόνο δέος.
Το Ixcanul ακολουθεί την 17χρονη Μαρία, μία απόγονο των Μάγια που ζει με τους γονείς της σε μια φυτεία καφέ στη ράχη ενός ενεργού ηφαιστείου στη Γουατεμάλα. Όπως έχει ήδη κανονιστεί, θα παντρευτεί τον επιστάτη της φάρμας, κάτι που η ίδια δεν επιθυμεί. Η ματιά της στρέφεται στην άλλη πλευρά του ηφαιστείου, σε ένα μέρος που δεν μπορεί καν να φανταστεί. Έτσι, αποφασίζει να ξελογιάσει έναν υπάλληλο της φάρμας για να την βοηθήσει να δραπετεύσει στις ΗΠΑ. Όταν αυτός ο άντρας όμως την αγνοήσει, η Μαρία θα ανακαλύψει τον κόσμο και την κουλτούρα του τόπου της εκ νέου.
Ο σκηνοθέτης Χαΐρο Μπουσταμάντε μεγάλωσε στη Γουατεμάλα μέχρι τα 15 του και επέστρεψε εκεί για να πραγματοποιήσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Οργάνωσε εργαστήρια μέσα από τα οποία ζήτησε από τους ντόπιους να αφηγηθούν τις ιστορίες τους, ώστε να τον βοηθήσουν να εξετάσει τις τρέχουσες συνθήκες διαβίωσής τους. Μέσα από αυτά, έμαθε για την ιδιαίτερη σχέση των γυναικών μέσα από τις τελετουργίες των μητέρων και γιαγιάδων τους. Η ιστορία της ταινίας ανοίγει το παράθυρο σε έναν τόπο που ορίζεται από τις πεποιθήσεις και παραδόσεις των προγόνων του. Μια ανοίκεια καθημερινότητα ανοίγεται στον θεατή, μακριά από τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Το Ixcanul δεν είναι ένα φιλμ για την κουλτούρα των αυτοχθόνων αλλά ένα φιλμ που αναπτύχθηκε μέσα σ`αυτήν.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Χαΐρο Μπουσταμάντε διαγωνίστηκε για τη Χρυσή Άρκτο στο 65ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, απ`όπου απέσπασε το βραβείο Alfred Bauer, που απονέμεται σε ταινίες που “ανοίγουν νέες προοπτικές στην κινηματογραφική τέχνη”.
Εμείς ήμασταν εκεί και είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον σκηνοθέτη και τις δυο πρωταγωνίστριές του.
Διερμηνέας: J. Lisandro Sánchez
Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία σου;
Γνώρισα την Μαρία Τελόν πριν από 5 χρόνια, αλλά τότε δεν ήταν η κατάλληλη περίοδος για να αφηγηθώ αυτή την ιστορία, καθώς δούλευα ήδη πάνω σε δύο άλλα πρότζεκτ. Δεν είχα ποτέ σκοπό να αφηγηθώ μια ιστορία για τους αυτόχθονες, αλλά για ένα γεγονός που θα μπορούσε να συμβεί παντού. Πρόκειται για μια ιστορία για την μητρότητα, τη σχέση μεταξύ μητέρας και κόρης και όχι για μια ταινία για την θρησκεία και τις παραδόσεις. Φυσικά, ένιωσα βαθιά συγκινημένος από την κουλτούρα των ιθαγενών, τις δεισιδαιμονίες που κουβαλάνε αλλά κυρίως από την δυνατή σχέση μητέρας και κόρης, που παρά τις δυσκολίες παραμένει ακλόνητη.
Πώς βίωσες την κινηματογράφηση γύρω από ένα ηφαίστειο;
Καταρχάς να τονίσω ότι και μόνο που στέκεται κανείς γύρω από ένα ηφαίστειο, νιώθει ένα δέος, ένα σοκ. Πόσο μάλλον, όταν στη μέση των γυρισμάτων πραγματοποιήθηκε μια έκρηξη κι έπρεπε επειγόντως να εκκενώσουμε τον χώρο. Φύγαμε λοιπόν από την περιοχή και κατασκηνώσαμε σε μια κοντινή πόλη, της οποίας οι κάτοικοι μας πείραζαν συνέχεια. “Τι έγινε; Φοβηθήκατε το ηφαίστειο;, μας έλεγαν, κι εμείς τους απαντούσαμε “Φυσικά!” Καταλαβαίνεις ότι αυτόματα τίθεται ένα ζήτημα σχετικά με το πόσο διαφορετικά βλέπουμε τη φύση σε σχέση με τους ντόπιους. Επιπρόσθετα, κάθε μέρα των γυρισμάτων έπρεπε να περιμένουμε τις ηθοποιούς να πραγματοποιήσουν τις τελετές τους, με τις οποίες ζητούσαν κατά κάποιο τρόπο την άδεια από τη γη, τα βουνά και το ηφαίστειο για να ξεκινήσουμε. Εγώ και το υπόλοιπο πλήρωμα στην αρχή κάναμε γιόγκα εκείνη την ώρα αλλά στη συνέχεια παρασυρθήκαμε από τις τελετές και συμμετείχαμε κι εμείς σ`αυτές, γιατί μας βοηθούσαν να χαλαρώσουμε.
Πόσο κοντά είναι οι πρωταγωνίστριες στους χαρακτήρες που υποδύονται;
Οι δυο πρωταγωνίστριες δεν έχουν πολλά κοινά με τις ηρωίδες της ταινίας. Δεν ζουν κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες. Μένουν σε ένα μικρό χωριό που βρίσκεται δίπλα στην πόλη. Ξέρετε, το 80% του πληθυσμού της Γουατεμάλα προέρχεται από τους Μάγια, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι ζουν κατ` αυτόν τον τρόπο. Υπάρχουν ωστόσο κάποιοι που ζουν απομονωμένοι, ιδίως αυτοί που εργάζονται στις φυτείες, όπως ακριβώς οι ήρωες της ταινίας μου.
Πώς συνεργάστηκες με τις δυο πρωταγωνίστριες, δεδομένου ότι δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί;
Τρεις μήνες πριν τα γυρίσματα, ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με τις ηθοποιούς, κάνοντας πολλές πρόβες και εξάσκηση. Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον μεταξύ μας που να μοιάζει οικογενειακό. Μετά από περίπου ένα μήνα προετοιμασίας, η Μαρία Τελόν με ρώτησε: “Χαΐρο, γιατί κάνουμε τόσες πολλές πρόβες; Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη; Τι συμβαίνει;” Της εξήγησα ότι εμπιστεύομαι και τις δύο, αλλά θα πρέπει να μάθω πώς θα τις σκηνοθετήσω. Τότε η Μαρία μου απάντησε: “Θα σου μάθω εγώ πώς να μας σκηνοθετήσεις”. Μετά από αυτό, όλα πήραν μια φυσιολογική ροή κι έμοιαζαν περισσότερο διασκεδαστικά.
Θεωρείς ότι οι άνθρωποι που ζουν κάτω από αυτές τις συνθήκες, πέφτουν συχνά θύματα εκμετάλλευσης από επιτήδειους;
Ναι. Το 2008 η Γουατεμάλα ήταν πρώτη σε αυτού του είδους την εκμετάλλευση. Αξίζει να σημειώσω ότι γεγονότα σαν και αυτά, πρωτοεμφανίστηκαν την περίοδο του εμφυλίου και συγκεκριμένα από τους στρατιωτικούς. Αργότερα οι άνθρωποι αυτοί μετακινήθηκαν στην αστυνομία ή σε άλλους φορείς και συνέχισαν την κερδοφόρα “επιχείρησή” τους από άλλο πόστο.
Πολλές οικογένειες στη Γουατεμάλα μιλούν κάποια διάλεκτο των Μάγια κι έτσι μπορούν να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης από ισπανόφωνους. Αποτελεί αυτό μια αναφορά στον ισπανικό αποικισμό και την λεηλασία της χώρας προς όφελος της ευημερίας της Δύσης;
Όχι. Με ενδιέφερε περισσότερο να δείξω πόσο παράξενα είναι τα πράγματα στη Γουατεμάλα. Βλέπεις, το 80% του πληθυσμού αποτελείται από ιθαγενείς που έχουν υποστεί δυσμενείς διακρίσεις. Αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν την κουλτούρα μιας μειοψηφίας, δηλαδή του υπόλοιπου 20%. Την ίδια στιγμή στην κυβέρνηση της Γουατεμάλας συναντάς μόνο ανθρώπους που προέρχονται από αυτή τη μειοψηφία.
Πέρασες πολύ χρόνο στην συγκεκριμένη κοινότητα ερευνώντας όχι μόνο την ιστορία της, αλλά και τους ανθρώπους της. Αυτή η εξοικείωση άλλαξε τις προτεραιότητές σου ή έμειναν ίδιες κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού;
Ήξερα ότι η ιστορία δεν θα αλλάξει. Είχα σενάριο και μια σκαλέτα που με κατεύθυνε από το σημείο Α στο Β κλπ. Ήμουν ξεκάθαρος πάνω σ` αυτό. Στη συνέχεια όμως, ανακάλυψα κάποια πράγματα που μου έδωσαν μια νέα διάσταση επί του θέματος, κι έτσι αποφάσισα να αφαιρέσω κάποια στοιχεία που πλέον δεν υποστήριζαν την ιστορία μου. Από την άλλη, σημαντική ήταν και η συμβολή των ηθοποιών μου, των οποίων η έντονη προσωπικότητα συγχωνεύτηκε με τον χαρακτήρα που υποδύονται. Εκεί χρειάστηκε να επανεξετάσω κάποια πράγματα κι όπου χρειαστεί να τα αλλάξω.
Η μοίρα των πρωταγωνιστών θα ήταν διαφορετική αν υπήρχε κάποια μόρφωση, καθώς θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί κάποια δραματικά γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή τους. Η ιστορία που αφηγείσαι αποτελεί ίσως μια έκκληση για περισσότερη μόρφωση;
Σίγουρα, η μόρφωση είναι απαραίτητη σε όλα τα στάδια της ζωής μας και φυσικά, όχι μόνο για τις δυο ηρωίδες της ιστορίας μου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου – γυρνάμε πάλι σ` αυτόν – κανείς δεν γνώριζε τίποτα. Ήμασταν παιδιά και κανείς στο σχολείο δεν μας έμαθε τίποτα για τον πόλεμο που συνέβαινε εκείνη την περίοδο. Φυσικά και γνωρίζαμε την ύπαρξή του, αλλά στο σχολείο δεν έγινε ποτέ θέμα συζήτησης. Κατά κάποιον αφελή τρόπο θεωρούσαμε ότι θα έρθει σύντομα η ανεξαρτησία και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Οπότε, νομίζω ότι ήταν βολικό για τον κόσμο, να κρατάει χωρίς σωστή εκπαίδευση μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, ώστε να μην γνωρίζουν πολλά πράγματα και κυρίως αυτά που αφορούν την πολιτική κατάσταση της χώρας.
Πιστεύεις ότι οι περισσότεροι κάτοικοι της Γουατεμάλας θέλουν να φύγουν μακριά από την πατρίδα τους;
Ναι, όλοι οι άνθρωποι που ζουν στη Γουατεμάλα θέλουν να την αφήσουν. Όλοι πιστεύουν ότι θα είναι καλύτερη η ζωή σε κάποια άλλη χώρα. Προσωπικά, πιστεύω ότι ο λαός δελεάζεται από την αμερικανική κουλτούρα κι επιθυμεί να την υιοθετήσει. Είναι ένας λαός με κατεστραμμένη ταυτότητα, που προτιμά να είναι περήφανος για οτιδήποτε άλλο, παρά για την εθνικότητά του.
Πώς νιώθεις που η πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία βρέθηκε στο διαγωνιστικό της Μπερλινάλε;
Ενθουσιασμένος! Η στιγμή που μάθαμε το ευχάριστο νέο, ήταν πολύ διασκεδαστική! Βρισκόμασταν ακόμα στη Γουατεμάλα και συγκεκριμένα γύρω από το Ixcanul, όπου ηχογραφούσαμε τους ήχους πάνω από το ανοιχτό ηφαίστειο. Όπως καταλαβαίνεις δεν είχαμε πρόσβαση στο ίντερνετ σ`εκείνη την περιοχή. Την ίδια στιγμή οι πρωταγωνίστριες βρισκόταν στο στούντιο όπου ντουμπλάραμε κάποιες σκηνές της ταινίας. Όταν επέστρεψα λοιπόν με την ομάδα μου στο στούντιο και τσέκαρα τα μέιλ μου, έμαθα ότι διαγωνιζόμαστε στο φεστιβάλ του Βερολίνου κι έτρεξα να το ανακοινώσω στις ηθοποιούς μου. “Είμαστε στη Μπερλινάλε!”, τις είπα και αρχίσαμε όλοι μαζί να ουρλιάζουμε και να χοροπηδάμε από χαρά. Μόλις ηρεμήσαμε, μια από τις ηθοποιούς μου είπε: “Χαΐρο, τι είναι η Μπερλινάλε;” Δεν ήξεραν τι είναι! Βέβαια, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, όλοι οι κάτοικοι της πόλης τους, θεωρούν ότι το Βερολίνο είναι το πιο σημαντικό μέρος του πλανήτη.
Αυτή είναι πρώτη φορά που συμμετέχετε σε μια κινηματογραφική ταινία. Πώς θα περιγράφατε αυτή την εμπειρία;
Μαρία Μερσέντες Κρόι: Ήταν μια υπέροχη εμπειρία, ιδίως γιατί η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Μου αρέσει που η ιστορία είναι τόσο ρεαλιστική γιατί υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζουν απομονωμένοι όπως οι ήρωες της ταινίας και χαίρομαι που συμμετείχα σε κάτι τόσο αληθινό.
Μαρία Τελόν: Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω σε ταινία που προβάλλεται στον κινηματογράφο, αλλά δουλεύω ως ηθοποιός στο θέατρο της κοινότητας μου. Ήταν πολύ όμορφη εμπειρία και θα ήθελα να συνεχίσω να κάνω ταινίες.
Ποια είναι η αντίδραση των συμπολιτών σας; Έχουν παρακολουθήσει την ταινία;
Μαρία Τελόν: Οι άνθρωποι της κοινότητας δεν έχουν δει την ταινία μέχρι στιγμής, αλλά νιώθουν μεγάλη έκπληξη για τις διαστάσεις που πήρε. Κανείς δεν πίστευε ότι θα φτάσει τόσο μακριά.
Μαρία Μερσέντες Κρόι: Όλοι νιώθουν μεγάλη έκπληξη που συμμετείχα σε ταινία. Δεν περίμεναν να με δουν ως ηθοποιό. Ιδίως οι συμμαθητές μου στο σχολείο, που με περιμένουν με ανυπομονησία να επιστρέψω.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη και την διαδικασία των προβών;
Μαρία Τελόν: Ναι, κάναμε πρόβες πολλές μέρες πριν, καθώς και μερικά εργαστήρια με διάφορες ομάδες ανθρώπων, όπου συζητούσαμε για την ταινία και προσπαθούσαμε να εκμαιεύσουμε συναισθήματα. Ο Χαΐρο μας μιλούσε συνέχεια για τους χαρακτήρες που υποδυόμαστε. Φυσικά, είναι δύσκολο να υποδυθείς τον ρόλο σου έχοντας μια κάμερα δίπλα σου.
Μαρία Μερσέντες Κρόι: Εμένα δεν με ενόχλησε η παρουσία της κάμερας, αλλά μια ερωτική σκηνή με δυσκόλεψε πολύ. Ο Χαΐρο μου έλεγε συνέχεια ότι η ηρωίδα που υποδύομαι είναι έξυπνη και δυνατή, κι έτσι με βοηθούσε να χτίσω την προσωπικότητά της.
Νιώθετε κοντά στους χαρακτήρες που υποδύεστε;
Μαρία Τελόν: Ναι, σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο, όσον αφορά τις παραδόσεις. Είμαι κι εγώ μητέρα όπως και η ηρωίδα που υποδύομαι κι έτσι δεν συνάντησα πολλές δυσκολίες.
Μαρία Μερσέντες Κρόι: Εγώ δυσκολεύτηκα αρκετά να κατανοήσω τον ρόλο μου. Δεν καταλάβαινα τους λόγους που μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στο να φύγει μακριά από την χώρα του, τους αγαπημένους του και να αφήσει πίσω του τα πάντα. Διαφέρω αρκετά από την ηρωίδα καθώς σκεφτόμαστε με πολύ διαφορετικό τρόπο, αλλά αυτό δεν αποτέλεσε πρόβλημα για μένα, ώστε να υποδυθώ κάποια που δεν με εκφράζει.