Συντάκτης: Νάνσυ Μιχαηλίδου

Ένας άντρας σκοτώνει τον πρωθυπουργό της χώρας και περιπλανιέται στην πόλη για μήνες μεταμφιεσμένος ως άστεγος. Οι μνήμες τον γυρνούν πίσω, από τα παιδικά του χρόνια ως τις ημέρες που σημάδεψαν τη χώρα του, την Ακτή Ελεφαντοστού… Μια ταινία που αποτελεί προσωπική υπόθεση για τους συντελεστές της. Λίγο μετά την επίσημη πρεμιέρα, συνάντησα τον πρωταγωνιστή Άιζακ Ντε Μπανκολέ και τον σκηνοθέτη Φιλίπ Λακότ, οι οποίοι μου εξήγησαν τους λόγους που κάνουν αυτή την ταινία τόσο ιδιαίτερη για εκείνους.

  • Άιζακ Ντε Μπανκολέ

Συμμετείχε σε θεατρικές παραγωγές του Πατρίς Σερό, ενώ παράλληλα ξεκίνησε τη διεθνή του καριέρα στον κινηματογράφο. Αγαπημένος ηθοποιός του Τζιμ Τζάρμους, επιλέχθηκε για τα Μια Νύχτα στον Κόσμο, Ghost Dog: Ο Τρόπος των Σαμουράι, Καφές και Τσιγάρα και φυσικά για το Στα Όρια του Ελέγχου, όπου κατείχε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Τον είδαμε ως σκλάβο στο Manderlay του Λαρς φον Τρίερ, στο Η Κόρη του Στρατιώτη Δεν Κλαίει Ποτέ του Τζέιμς Άιβορι, στο Miami Vice του Μάικλ Μαν και στο Casino Royale του Μάρτιν Κάμπελ. Παρά τις συμμετοχές του σε μεγάλες παραγωγές, δεν περιφρόνησε τις σινεφίλ παραγωγές, καθώς πρωταγωνίστησε στο Σκάφανδρο και η Πεταλούδα του Τζούλιαν Σνάμπελ και στο Λευκή Υπεροχή της Κλερ Ντενίς. Το 2000 δοκιμάστηκε και στη σκηνοθεσία, με ένα ντοκιμαντέρ για την αμερικανίδα τραγουδίστρια Cassandra Wilson. Πολλοί τον γνωρίζουν από τη συμμετοχή του σε τηλεοπτικές σειρές όπως το “Sopranos” και “24”. Τον συνάντησα στο 67ο φεστιβάλ των Κανών, καθώς η ταινία του Φιλίπ Λακότ, Run, όπου πρωταγωνιστεί διαγωνίζεται στο τμήμα “Ένα Κάποιο Βλέμμα”.

Κοιτάζοντας τη μέχρι τώρα φιλμογραφία σας, μπορώ να φανταστώ ότι αυτή είναι μια ιδιαίτερη ταινία για εσάς, καθώς απεικονίζει τον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο στην Ακτή Ελεφαντοστού, την ιδιαίτερη πατρίδα του σκηνοθέτη Φιλίπ Λακότ, αλλά και τη δική σας. Κατάγεστε και οι δύο από το Αμπιτζάν, που αποτέλεσε την καρδιά των συγκρούσεων. Πόσο προσωπικό είναι αυτό το φιλμ για εσάς;

Είναι πολύ προσωπικό, όχι μόνο γιατί απεικονίζει τα γεγονότα που συνέβησαν, αλλά και γιατί κατάφερα επιτέλους να επισκεφθώ την πατρίδα μου μετά από 16 χρόνια. Έχω την οικογένειά μου εκεί, τα αδέρφια μου, και όταν ξεκίνησαν οι συγκρούσεις, εγώ ήμουν στη Νέα Υόρκη και είχα χάσει τον ύπνο μου. Μιλούσα μαζί τους τηλεφωνικώς 19 φορές την ημέρα και προσπαθούσαμε να βρούμε έναν τρόπο να φύγουν από εκεί, γιατί η κατάσταση στη χώρα ήταν ανυπόφορη. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Μου φέρθηκαν τόσο καλά, κι εμένα και στην οικογένειά μου. Έχω μια κόρη τριών ετών, την οποία πήρα μαζί μου. Είναι καταπληκτικό να βλέπεις μια οικογένεια να ενώνεται μετά από 16 χρόνια.

Πώς έγινε η επαφή με τον σκηνοθέτη και πώς σας φάνηκε αρχικά η ιδέα της ταινίας;

Ήμουν στο Παρίσι, όπου έχω μια φίλη που εργάζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών και ήταν αυτή που μας έφερε σε επαφή. Μου μίλησε για έναν νεαρό σκηνοθέτη από την Ακτή Ελεφαντοστού, που έκανε ένα ντοκιμαντέρ για τον εμφύλιο κι έχει ένα σενάριο το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσω. Ήμουν θετικός από την αρχή. Η πρώτη μας επαφή με τον Λακότ έγινε τηλεφωνικώς και τον άκουσα πολύ ενθουσιασμένο. Μου είπε ότι κάνει ταινίες εξαιτίας μου και ότι είναι περήφανος για την καλλιτεχνική μου πορεία. Ήμουν περίεργος να τον συναντήσω κι όταν βρεθήκαμε από κοντά τον είδα πολύ αποφασισμένο κι ενθουσιασμένο για την ταινία. Μου έδωσε το σενάριο. Όταν το διάβασα, επικοινώνησα αμέσως μαζί του. Συζητήσαμε κάποια σημεία και μου άρεσε που ήταν πολύ ανοιχτός σε νέες ιδέες ή αλλαγές. Στη συνέχεια, ήρθε και μου είπε ότι βρήκε χρηματοδότηση, κι έτσι ξεκινήσαμε.

Στο φιλμ συμμετείχαν πολλοί ντόπιοι πολίτες που δεν έχουν σχέση με τον κινηματογράφο. Πώς ήταν η συνεργασία σας;

Συνεργαστήκαμε άψογα! Πρόκειται για ακατέργαστα ταλέντα, από άτομα που δεν έχουν πάει ποτέ σε δραματική σχολή. Πριν από μερικά χρόνια είχα πάει στην Γκάνα για ένα workshop, όπου δούλεψα με 25 ταλαντούχους ηθοποιούς, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήταν επαγγελματίες. Ήταν μια όμορφη εμπειρία, όπως κι αυτή. Είναι σημαντικό να βοηθήσουμε στην ανάδειξη αυτών των ταλέντων και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που υπάρχει πολιτική αστάθεια, πρέπει να τα προστατέψουμε. Δεν πρέπει να αφήσουμε το μέλλον των νέων ανθρώπων σε κίνδυνο. Οι αφρικανικές χώρες έχουν πολλές πηγές ορυκτού πλούτου, τις οποίες μπορούν να διατηρήσουν, αλλά αν δεν προστατέψουν τον πολιτισμό τους, το παιχνίδι είναι χαμένο. Ποτέ δεν είναι αργά. Εγώ ανακάλυψα την ηθοποιία στα 25 μου και είπα μέσα μου ότι επιτέλους αυτό θέλω να κάνω! Ήμουν άνθρωπος των θετικών επιστημών και μέχρι τότε είχα άγνοια για τη λογοτεχνία ή τον πολιτισμό.

Πόσο κοντά νιώθετε στον χαρακτήρα που υποδύεστε;

Σαν χαρακτήρας είναι μακριά από εμένα. Είμαι χαμογελαστός άνθρωπος και μου αρέσει πολύ να διασκεδάζω, με φίλους και με την οικογένειά μου. Αν έχουμε κάτι κοινό, αυτό θα είναι μάλλον οι πολιτικές μας ιδέες.

Ως εκπρόσωπος μιας ελληνικής κινηματογραφικής ιστοσελίδας, δεν θα μπορούσα να μην σας ρωτήσω ποια είναι η γνώμη σας για τον ελληνικό κινηματογράφο.

Διαβάζω υπέροχα πράγματα για το νέο ελληνικό σινεμά, αλλά δυστυχώς ο χρόνος μου είναι περιορισμένος για να τον παρακολουθήσω. Γνωρίζω για την ταινία του Πάνου Κούτρα που συμμετέχει στο φεστιβάλ και θα ήθελα πολύ να τη δω, αλλά φεύγω αύριο. Όπως σε όλες τις χώρες, έτσι και στην Ελλάδα, η κρίση βοηθάει την τέχνη να ανθίσει. Θέλω πολύ να παρακολουθήσω νέο ελληνικό κινηματογράφο κι ελπίζω να το κάνω σύντομα.

Έχετε στα σκαριά κάποιο νέο πρότζεκτ;

Πρωταγωνιστώ σε ένα ουγγρικό φιλμ που λέγεται “Mirage” και στο ιρλανδικό Calvary του Τζον Μάικλ ΜακΝτόνα. Επίσης, σχεδιάζω να σκηνοθετήσω μία ταινία, για την οποία άρχισα να βρίσκω χρηματοδότηση. Είναι ένα πρότζεκτ που σχεδιάζω εδώ και 14 χρόνια. Έχει ως κεντρικούς ήρωες δύο παιδικούς φίλους από την Ακτή Ελεφαντοστού. Ο ένας από τους δύο πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, ώσπου μια μέρα σκοτώνεται στον δρόμο από σφαίρα αστυνομικού. Ο φίλος του ταξιδεύει μέχρι εκεί για να κανονίσει τη μεταφορά της σωρού πίσω στην πατρίδα. Κι ενώ βρίσκεται στο νεκροτομείο πάνω από το άψυχο σώμα του φίλου του, το πτώμα ξυπνάει, του αρπάζει το χέρι και του λέει: “Σ`ευχαριστώ που ήρθες για να με πάρεις, αλλά καλύτερα να ετοιμαστείς για μια τελευταία βόλτα.” Όπως καταλαβαίνεις, η ταινία είναι φαντασίας…

Ελπίζω να καταφέρεις να την πραγματοποιήσεις…

Εγώ είμαι σίγουρος.


  • Φιλίπ Λακότ

Γεννήθηκε το 1971 στο Αμπιτζάν και μεγάλωσε δίπλα σε έναν κινηματογράφο που λεγόταν “The Magic”. Ήταν φοιτητής φιλολογίας όταν αγάπησε το ραδιόφωνο, ενώ σύντομα στράφηκε στον κινηματογράφο και τις ταινίες μικρού μήκους. Το 1989, δημιούργησε μια σειρά από ηχητικά πορτραίτα για την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και 4 χρόνια μετά, έκανε την πρώτη του μικρού μήκους ασπρόμαυρη ταινία με τίτλο Somnambule. Το 1995, σκηνοθέτησε το επίσης ασπρόμαυρο “The Messenger” με πρωταγωνιστή τον Ντενίς Λεβάντ, το οποίο προβλήθηκε στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Ρότερνταμ. Το 2001, σκηνοθέτησε μαζί με την Delphine Jaquet το “Affaire Libinski”, μια επίσης ασπρόμαυρη ταινία μικρού μήκους, φτιαγμένη από φωτογραφίες, που θύμιζε το Σταθμός Αποχαιρετισμού του Κρις Μαρκέρ. Το 2001, δημιουργεί το ντοκιμαντέρ “Cairo Hours”, που απεικονίζει την πόλη του Κάιρο μέσα από τις περιπλανήσεις νεαρών αιγυπτίων συγγραφέων. Έναν χρόνο αργότερα, επιστρέφει στη γενέτειρά του, την Ακτή Ελεφαντοστού, με σκοπό να δημιουργήσει μια ταινία για τους παιδικούς του φίλους. Τρεις μέρες μετά, ξεσπά η εξέγερση. Τις πρώτες τρεις εβδομάδες της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, αποφασίζει να τραβήξει πλάνα από την γειτονιά του, τη Wassakara, που βρίσκεται στο εργατικό προάστιο του Yopougon. Του πήρε πέντε χρόνια για να την ολοκληρώσει, με το αποτέλεσμα να θυμίζει κάτι μεταξύ εργασίας, ντοκιμαντέρ και ημερολογίου. Το 2010, διατέλεσε παραγωγός του Burn It Up Djassa, σκηνοθεσίας Lonesome Solo, το οποίο γυρίστηκε σε προάστιο του Αμπιτζάν και ολοκληρώθηκε σε 11 μέρες. Προβλήθηκε στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Τορόντο και στο τμήμα Πανόραμα του φεστιβάλ του Βερολίνου, το 2012. Το 2013, σκηνοθέτησε το “To Repel Ghosts”, μια ταινία επιστημονικής φαντασίας για το άγνωστο ταξίδι του αμερικανού καλλιτέχνη Jean-Michel Basquiat στην Ακτή Ελεφαντοστού. Το Run είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας και συμμετέχει στο τμήμα “Ένα Κάποιο Βλέμμα”.

Το 2008 είχατε γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τον εμφύλιο στην Ακτή Ελεφαντοστού και σήμερα επιστρέφετε με μια ταινία μυθοπλασίας για το ίδιο θέμα. Τι σας έκανε να ασχοληθείτε ξανά με τον εμφύλιο, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα;

Είμαι σκηνοθέτης ταινιών μυθοπλασίας, απλά την ίδια στιγμή εργάζομαι ως ντοκιμαντερίστας. Η αρχή έγινε στο Αμπιτζάν, όπου βρέθηκα για να φτιάξω μια ταινία μυθοπλασίας με τους παιδικούς μου φίλους και τη σχέση μου μ`αυτή τη χώρα. Τρεις μέρες μετά, ξεκίνησε η εξέγερση. Ξεκίνησα να καταγράφω τα πάντα, ακόμα και πορτραίτα ανθρώπων. Στα προάστια του Αμπιτζάν συνάντησα τους λεγόμενους “Νεαρούς Πατριώτες” που αποτελούσαν τις δυνάμεις του πρώην πρωθυπουργού. Γνώρισα έναν “Νεαρό Πατριώτη” και τον ρώτησα, πώς κατέληξε εκεί. Μου απάντησε ότι έχει τρεις ζωές. Κράτησα αυτή την πρόταση κι εμπνεύστηκα τον χαρακτήρα της ταινίας μου, ο οποίος δραπετεύει από τη μία ζωή στην άλλη. Οπότε, αυτό το ντοκιμαντέρ μού έδωσε το πάθος, το υλικό και τη βασική ιδέα για την πρώτη μου ταινία μυθοπλασίας. Σ`ένα ντοκιμαντέρ, αναφέρεις για παράδειγμα ότι σκοτώθηκαν 3.000 άτομα στις συγκρούσεις, κι αυτό περνάει απαρατήρητο καθώς αποτελεί απλώς μία πληροφορία. Στην ταινία, όμως, ακολουθείς την πορεία του ενός από αυτούς και της δίνεις μεγαλύτερη διάσταση.

Πώς προέκυψε η ιδέα της δολοφονίας του πρωθυπουργού;

Ήθελα να βάλω ένα σημαντικό γεγονός στο ξεκίνημα της ταινίας, όπως αυτό της δολοφονίας του ηγέτη αυτής της χώρας από έναν “Νεαρό Πατριώτη”. Είναι μια πράξη που προκαλεί σοκ και δηλώνει ότι η πρόσφατη ιστορία της Ακτής Ελεφαντοστού ήταν πολύ βίαιη. Μια τέτοια πράξη δεν έχει επιστροφή, με τον νεαρό άντρα που διέπραξε την δολοφονία να πετάει στη φωτιά τη μέχρι τώρα ζωή του. Έτσι, μπορούμε να ακολουθήσουμε την ιστορία του και μιας που το όνομά του είναι “Run” (=τρέχω), μπορούμε να τρέξουμε κι εμείς μαζί του.

Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Run, μοιάζει σαν ένα χαμένο παιδί, σαν ένα φτερό στον άνεμο. Δεν έχει κάποιο βαθύ ιδεολογικό υπόβαθρο. Μερικά τυχαία γεγονότα τον οδήγησαν σ`αυτό το σημείο. Γιατί επιλέξατε να χτίσετε έναν τέτοιο χαρακτήρα;

Μου αρέσουν οι losers! Μου αρέσουν οι ήρωες που προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους και τον σκοπό τους σ`αυτή τη ζωή. Ο Run είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Δεν έχει πατέρα, η μητέρα του πεθάνει νωρίς, αλλά αυτό δεν τον κάνει ένα θύμα της κοινωνίας. Έχει όνειρα, θέλει από παιδί να γίνει βροχοποιός. Μια μέρα όμως αναγκάζεται να αφήσει αυτό το όνειρο, γιατί κλήθηκε να χρησιμοποιήσει βία. Η μοίρα του, όμως, θα τον οδηγήσει τελικά στη βία. Για μένα, ο Run δεν είναι παθητική προσωπικότητα, απεναντίας είναι ένας χαρακτήρας που αρνείται να μείνει στατικός. Μέσα από όλο αυτό το “τρέξιμο”, προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του.

To Run είναι η πρώτη ταινία της Ακτής Ελεφαντοστού που επιλέχθηκε από τις Κάνες. Πιστεύετε ότι αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλή αρχή για την κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας σας;

Το ελπίζω, πραγματικά το ελπίζω. Είμαι πολύ περήφανος που βρίσκομαι στις Κάνες μ`αυτή την ταινία, γιατί η χώρα μου πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές τα τελευταία χρόνια και κάθε θετική εξέλιξη μάς φέρνει μόνο χαμόγελα. Έχουμε και την οικονομική και ηθική στήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού, με τον επικεφαλή υπουργό να παρευρίσκεται στην πρεμιέρα. Το κράτος έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε κι αυτό δεν έχει ξαναγίνει για ταινία της χώρας μου. Ο προϋπολογισμός της ταινίας μπορεί να θεωρηθεί μικρός για τα ευρωπαϊκά επίπεδα, αλλά είναι τεράστιος για τα δεδομένα της Αφρικής. Πιστεύω ότι αυτή η παρουσία στις Κάννες θα δημιουργήσει εμπιστοσύνη και θα δώσει δύναμη στο σινεμά της χώρας μου. Είναι μια πολύ καλή αρχή.

Σας ευχαριστώ πολύ και σας εύχομαι καλή επιτυχία!

Εγώ σας ευχαριστώ!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *